- κοπη
- κοπήἥ1) удар, столкновение
(τῶν νεφῶν Arst.)
2) поражение, разгром(τῶν βασιλέων NT.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῶν νεφῶν Arst.)
(τῶν βασιλέων NT.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοπή — cutting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπή — η (ΑM κοπή) [κόπτω] τομή, κόψιμο («κοπή μετάλλων») νεοελλ. 1. ποίμνιο, κοπάδι 2. το κούρεμα τών προβάτων και η κατάλληλη εποχή που γίνεται αυτό μσν. 1. σχήμα, κατατομή 2. περικοπή, μείωση μσν. αρχ. σφαγή («κόπτοντες αὐτοὺς κοπὴν μεγάλην σφόδρα… … Dictionary of Greek
κοπή — η 1. κόψιμο: Αυξήθηκε η τιμή για την κοπή των μαλλιών. 2. το κούρεμα των προβάτων και ο χρόνος κατά τον οποίο γίνεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοπῇ — κόπτω cut aor subj pass 3rd sg κοπάζω grow weary fut ind mid 2nd sg (doric) κοπάζω grow weary fut ind act 3rd sg (doric) κοπῆι , κοπεύς one who brays masc dat sg (epic ionic) κοπή cutting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπῆ — κοπεύς one who brays masc nom/voc/acc dual κοπεύς one who brays masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπαί — κοπή cutting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπήν — κοπή cutting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
θερισμός — H εργασία της αποκοπής των ώριμων σιτηρών, η οποία γίνεται είτε με το απλό δρεπάνι, είτε με ειδικές μηχανές. Η εμφάνιση μηχανών συγκομιδής –όπως οι απλές θεριστικές, οι θεριστικές αυτοδετικές και οι θεριστικές αλωνιστικές– έδωσε μεγάλη ώθηση στη… … Dictionary of Greek
κόψιμο — το (Μ κόψιμο) 1. η ενέργεια τού κόβω, κοπή («κόψιμο πίτας») 2. μείωση νεοελλ. 1. η πληγή ή το σημάδι που έμεινε από κοπή 2. ακμή κοφτερού οργάνου 3. ο τρόπος που κόπηκε κάτι ή το σχήμα που δόθηκε από την κοπή («έχουν ωραίο κόψιμο τα μαλλιά σου»)… … Dictionary of Greek
νομισματοκοπείο — Ίδρυμα όπου κατασκευάζονται τα νομίσματα ή απευθείας από το κράτος ή για λογαριασμό του και υπό τον έλεγχό του. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για την κοπή των νομισμάτων ήταν το χύσιμο και η σφυρηλάτηση. Το χύσιμο χρησιμοποιούσαν… … Dictionary of Greek